- θειοάλατα
- τα(ορυκτ.) σπάνια ορυκτά που χαρακτηρίζονται από μερικές από τις πολυπλοκότερες ατομικές και κρυσταλλικές δομές που απαντούν στην ανόργανη χημεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < θείο (ΙΙ) + άλατα. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. sulfosalts)].
Dictionary of Greek. 2013.